- ῥάντης
- ῥάν-[της],, ου, ὁ,A sprinkler, POxy.1050.17 (ii/iii A.D.), dub. in IG5(1).197 ([place name] Sparta).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ράντης — ὁ, Α [ῥαίνω] αυτός που ραντίζει, αξιωματούχος ή υπηρέτης αρχαίου ιερού … Dictionary of Greek